- ἁλωνίου
- ἁλώνιονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
άντηρας — κ. άντζηρας, ο 1. πλάκα ή πέτρα που χρησιμοποιείται για την περίφραξη αλωνιού ή μάντρας 2. ανάχωμα ή χαντάκι, όριο μεταξύ δύο αγρών … Dictionary of Greek
αθιακώνω — [αθιάκι] 1. μπήγω αθιάκι στο τσουκάνι τού αλωνιού για να γίνει σκληρότερο 2. (γενικότερα) κάνω κάτι σκληρό, σκληραίνω … Dictionary of Greek
αλωνάς — ο [αλώνι] χώρος σε σχήμα αλωνιού, δηλ. κυκλικός … Dictionary of Greek
αλωνοφύλακας — ο (Α ἁλωνοφύλαξ) ο φύλακας τού αλωνιού και τών καρπών που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλων + φύλαξ] … Dictionary of Greek
αλωνοφύλακας — ο ο φύλακας του αλωνιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)